- ἰσόχρυσος
- ἰσόχρυσοςlike goldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόχρυσος — ἰσόχρυσος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον ονομασία αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγό χρυσος, ψευδό χρυσος] … Dictionary of Greek
ἰσόχρυσον — ἰσόχρυσος like gold masc/fem acc sg ἰσόχρυσος like gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοχρύσου — ἰσόχρυσος like gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόχρυσοι — ἰσόχρυσος like gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek